- τανύσκομαι
- τανύσκομαι,A to be 'on the stretch',
τὴν ψυχήν Dam.Isid.211
(s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὴν ψυχήν Dam.Isid.211
(s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τανύσκομαι — Μ πιθ. βρίσκομαι σε ένταση, ιδίως ψυχική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού τάνυμαι «τεντώνομαι», με επίθημα σκω, σκομαι (πρβλ. διδά σκομαι)] … Dictionary of Greek